- ποζιτιβισμός
- ο филос, позитивизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποζιτιβισμός — ο, Ν (φιλοσ.) ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. positivisme < γαλλ. positif «θετικός» + κατάλ. isme (< ισμός*)] … Dictionary of Greek
ποζιτιβισμός — ο (λ. λατ.), φιλοσοφική θεωρία που διδάσκει πως για κάθε γνώση πρέπει να ξεκινούμε από την εμπειρία, αλλ. θετικισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποζιτιβιστικός — ή, ό, Ν [ποζιτιβισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποζιτιβισμό … Dictionary of Greek